πάνελ

πάνελ
το
άκλ.
1. (ιδίως στον τομέα τής διοίκησης και τής οργάνωσης) δείγμα, ομάδα προσώπων που υποβάλλεται σε επανειλημμένες συνεντεύξεις σε μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα
2. άτυπη συνάντηση ειδικών στελεχών προκειμένου να συζητήσουν ένα πρόβλημα με την παρουσία θεατών και ακροατών, οι οποίοι δεν συμμετέχουν στη συζήτηση
3. πίνακες ή διατάξεις παραγόντων οι οποίες αναφέρονται στον τομέα τής οργάνωσης και τής διοίκησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. panel «πίνακας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”